θυμόλη

θυμόλη
Μονοφαινόλη χημικού τύπου C6H3 (C3H7) (OH) CH3 1,2, 4- που περιέχεται στο αιθέριο έλαιο του θύμου αδένα. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό σώμα, με χαρακτηριστική οσμή και καυστική γεύση, δυσδιάλυτο στο νερό και ευδιάλυτο στους οργανικούς διαλύτες. Έχει θερμοκρασία τήξης 51,5°C, θερμοκρασία βρασμού 232,9°C και δίνει όλες τις χαρακτηριστικές αντιδράσεις των φαινολών. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με επίδραση κρεζόλης (CH3C6H4OH) σε προπυλένιο (CH3-CH = CH2) και βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή μινθόλης (με προσθήκη έξι ατόμων υδρογόνου στον πυρήνα της) και ορισμένων δεικτών, όπως η θυμοφθαλεΐνη και το κυανό της θ. Χρησιμοποιείται στην ιατρική κατά των ελμινθιάσεων, των σχιστοστομιάσεων, ως αντισηπτικό για απολύμανση της στοματικής κοιλότητας και για εισπνοές κατά των λοιμώξεων των αναπνευστικών οδών, με μορφή αλοιφών για τη θεραπεία των τραυμάτων, στην οδοντιατρική για την αναισθητοποίηση των νεύρων των δοντιών και στη φαρμακευτική βιομηχανία ως συντηρητικό μέσο.
* * *
η
1. χημ. κυκλική οργανική ένωση που ανήκει στην κατηγορία τών φαινολών και που απαντά στο θυμέλαιο και σε άλλα αιθέρια έλαια
2. φρ.(βιοχ.) «αντίδραση θυμόλης» — αντίδραση αστάθειας τού ορού τού αίματος στην παρουσία διαλύματος θυμόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ως προς το α' συνθετικό του ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thymol < thym- πρβλ. θύμον + -ol (< λατ. oleum «έλαιο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θυμολικός — ή, ό [θυμόλη] (ιδίως για φυτά) αυτός που περιέχει θυμόλη …   Dictionary of Greek

  • θυμάρι — (Τhymus). Γένος φρυγανικών αρωματικών φυτών της οικογένειας των χειλανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία θύμος ο κεφαλωτός. Το θ. είναι χαρακτηριστικό της εύκρατης και κυρίως της μεσογειακής ζώνης. Περιλαμβάνει περίπου 120 είδη, 24… …   Dictionary of Greek

  • θυμικός — ή, ό (Α θυμικός, ή, όν) [θυμός] το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν) το θυμοειδές*, κατά την πλατωνική φιλοσοφία νεοελλ. 1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων τού ατόμου 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • θύμον — θύμον, τὸ και θύμος, ὁ (Α) 1. το φυτό θύμος, το θυμάρι, η θυμαριά, το χαμοδρούμπι 2. θαλάσσιο φυτό 3. μίγμα από θυμάρι, μέλι και ξίδι που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι 4. (κατά τον Ησύχ.) «θύμον τὸ σκόροδον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I) με τη… …   Dictionary of Greek

  • κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… …   Dictionary of Greek

  • ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… …   Dictionary of Greek

  • δίκταμος — Πολυετές φρύγανο της οικογένειας των χειλανθών. Είναι νανοφυές, πολύκλαδο, με ωοειδή φύλλα καλυμμένα από πυκνό χνούδι. Τα άνθη του είναι μικρά και ροδόχρωμα και διατάσσονται σε κεφαλιόμορφους κορύμβους. Ο καρπός του έχει σχήμα καρυδιού, με… …   Dictionary of Greek

  • θυμοτικό οξύ — Ονομασία των θυμολκαρβοξυλικών οξέων του τύπου C3H7(CH3)C6H2 (OH)COOH. Το ισομερές ορθο έχει σημείο τήξης 123°C και παρασκευάζεται με θέρμανση του άλατος με Na της θυμόλης με αέριο διοξείδιο του άνθρακα. Το ισομερές παρα έχει σημείο τήξης 157°C… …   Dictionary of Greek

  • καρβακρόλη — Φαινόλη, ισομερής προς τη θυμόλη, του τύπου C10H13OH. Αποτελεί το κύριο συστατικό ορισμένων αιθέριων ελαίων, όπως το θυμέλαιο, το ριγανέλαιο κ.ά. Είναι άχρωμο, παχύρρευστο υγρό, με σημείο τήξης 0,5°C και σημείο βρασμού περίπου 240°C. Σχηματίζεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”